Τεπελένι

Τεπελένι
Κωμόπολη της Αλβανίας, στην αριστερή όχθη του Αώου ποταμού, πατρίδα του Αλή πασά (κάτ. ;). Χτίστηκε στα πρώτα χρόνια του δεσποτάτου της Ηπείρου. Το 1401, σύμφωνα με μαρτυρίες του Πουκεβίλ, κυριεύτηκε από τους Τούρκους. Την εποχή που γεννήθηκε ο Αλής, το Τ. ήταν άσημο αλλά οχυρωμένο χωριό, στο οποίο έμενε ο τοπάρχης που είχε στη δικαιοδοσία του και τα χριστιανικά χωριά Χόρμοβο, Λέηλη, Ερίντη και Λάμποβο. Άρχισε να γίνεται γνωστό από τότε που ο πατέρας του Αλή, Βελής παντρεύτηκε τη Χάμκω, την κόρη του φεουδάρχη της Κλεισούρας Ζεϊνέλ μπέη. Εκεί είχε και τα ανάκτορά του ο Αλής, που όπως λέγεται, ήταν μεγαλοπρεπέστατα. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν έδρα καϊμακάμη, στον οποίο υπαγόταν η επαρχία Τ. και Κουρβελεσιού. Το 1913 κυριεύτηκε από τον ελληνικό στρατό και το 1917 πέρασε στην κυριαρχία των Ιταλών. Στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου (1940-41), στην αλβανική αυτή κωμόπολη, οι Ιταλοί αντέταξαν σθεναρή άμυνα. Η άμυνα αυτή, παρά τις επίμονες προσπάθειες του ελληνικού στρατού, δεν ανατράπηκε τελικά, εξαιτίας της γερμανικής επίθεσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αλή πασάς, Τεπελενλής — (1744 – 1822). Ηγεμόνας των Ιωαννίνων. Το 1640, ένας Μικρασιάτης οθωμανός ονόματι Χουσεΐν εγκαταστάθηκε στο Τεπελένι και δημιούργησε εκεί γενιά. Ο γιος του Μέτσιο Χούσιος άφησε γιους τον Μπεκίρ και τον Μουχτάρ. Ο γιος του πρώτου, Ισλιάμπεης,… …   Dictionary of Greek

  • Занятие ущелья Клисура — Итало греческая война …   Википедия

  • κλεισούρα — I Φαράγγι του νομού Αιτωλοακαρνανίας στο όρος Αράκυνθος (894 μ.), από το οποίο διέρχεται η οδός που οδηγεί από το Μεσολόγγι στο Αγρίνιο. Στη δυτική πλευρά του βρίσκεται η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, ενώ στην έξοδό του προς τις λίμνες Λυσιμαχία… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • σαμποτάζ — Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη sabotage που έχει γίνει διεθνής και αποδίνεται στα ελληνικά με τον όρο «δολιοφθορά». Στην αρχή ο όρος σήμαινε την καταστροφή ή τη βλάβη που προξενούσαν οι απεργοί (εργάτες βιομηχανίας) για να εμποδίσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • Βαλκανικοί πόλεμοι — Ονομάζονται έτσι οι δύο πόλεμοι των ετών 1912 13 που έγιναν στα Βαλκάνια, ο πρώτος μεταξύ των συμμάχων Ελλάδας, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Βουλγαρίας εναντίον της Τουρκίας και ο δεύτερος της Ελλάδας και της Σερβίας εναντίον της Βουλγαρίας. Α’ Β.π …   Dictionary of Greek

  • Δαμάστιον — Αρχαία πόλη της Βόρειας Ηπείρου που μνημονεύεται από τον Στράβωνα. Είχε μεταλλεία αργύρου, γεγονός που φαίνεται και από τα εξαιρετικής τέχνης νομίσματα των Δαμαστινών (400 300 π.Χ.). Μερικοί τοποθετούν το Δ. κοντά στο σημερινό Αργυρόκαστρο και… …   Dictionary of Greek

  • Δρίνος — Ονομασία τριών ποταμών της Βαλκανικής. 1. Ποταμός (151 χλμ.) της Σερβίας και ο μεγαλύτερος της Αλβανίας. Σχηματίζεται από δύο κλάδους, τον Μέλανα Δ. που πηγάζει από την Οχρίδα λίμνη και τον Λευκό Δ. που πηγάζει από το Ιπέκ. Οι δύο κλάδοι… …   Dictionary of Greek

  • Μπουκουβάλας — I Επώνυμο οικογένειας αρματολών των Αγράφων, η οποία καταγόταν από το χωριό Σακαρέτσι του Βάλτου. 1. Γιάννος (1715 1780). Ήταν πρωτοπαλίκαρο του Δήμου Σταθά, ο οποίος διακρίθηκε ως κλέφτης. Το 1767 νίκησε τον παππού του Aλή πασά Μέτζο ή Μούρτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”